- κατιόντες
- κάτειμιibopres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατιόντες — (Νομ.). Οι συγγενείς εξ αίματος από την ευθεία γραμμή προς τα κάτω (παιδιά, εγγόνια κλπ.). Για τους κ. υπάρχουν οι αντίστοιχες με τους ανιόντες νομικές σχέσεις. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις, όπως οι δωρεές προς αυτούς,… … Dictionary of Greek
κατιόντες — οι οι απόγονοι (παιδιά, εγγόνια κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… … Dictionary of Greek
αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… … Dictionary of Greek
κατιών — ούσα, όν [κάτειμι] 1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω 2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ. α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ετερογένεση — η 1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία 2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κρατημοϋπόρροον — το (Μ κρατημοϋπόρροον) (βυζ. μουσ.) ένας από τους κατιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής … Dictionary of Greek